αποκρυστάλλωμα
Смотреть что такое "αποκρυστάλλωμα" в других словарях:
αποκρυστάλλωμα — το 1. αποκρυστάλλωση 2. αποκρυσταλλωμένο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκρυσταλλώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή] … Dictionary of Greek
καταστάλαγμα — το [κατασταλάζω] 1. το προϊόν τής απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα 2. η απόσταξη, το στράγγισμα 3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα 4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα … Dictionary of Greek
αποκρυσταλλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. δίνω σε κάτι κρυσταλλική μορφή: Άλλοτε πουλούσαν ζάχαρη αποκρυσταλλωμένη. 2. καταλήγω σε κάτι σαφές και οριστικό: Στο θέμα αυτό έχω πια αποκρυσταλλώσει γνώμη. Ουσ. αποκρυστάλλωση, η και αποκρυστάλλωμα, το ατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)